φυσιολογικῶς

φυσιολογικῶς
φυσιολογικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυσιολογικός — ή, ό / φυσιολογικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιολογία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας 2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από …   Dictionary of Greek

  • ετεροχρονία — η ιατρ. η ανάπτυξη ιστού και οργάνων σε χρονική περίοδο (ηλικία) κατά την οποία συνήθως και φυσιολογικώς δεν απαντούν αυτά στον οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochrony < heterochronous (πρβλ. ετερόχρονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”